Το έργο του Σοφοκλή, Φιλοκτήτης, βασίζεται σε έναν από τους όμορφους και συνάμα τραγικούς μύθους της ελληνικής μυθολογίας.
Ο Φιλοκτήτης ζει στον νησί της Λήμνου, απομονωμένος 10 χρόνια, υποφέροντας από το δάγκωμα ενός δηλητηριώδους φιδιού στο πόδι του. Μόνη του συντροφιά το τόξο που του χάρισε ο Ηρακλής. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Φιλοκτήτης περνούσε από την Οίτη, όταν ο Ηρακλής, μη αντέχοντας τον πόνο, εξαιτίας του δηλητηριασμένου χιτώνα που φόρεσε, δώρο από τη Δηιάνειρα, ζητούσε σωτηρία στη φωτιά αλλά κανένας δεν τολμούσε να το κάνει. Μόνον ο Φιλοκτήτης. Γι’ αυτό και ο ήρωας του έδωσε ως αντάλλαγμα το τόξο του και τα δηλητηριασμένα βέλη του.
Ο Φιλοκτήτης εκστρατεύει μαζί με τους άλλους Έλληνες, επικεφαλής επτά πλοίων για την Τροία. Στη Λήμνο, τον δαγκώνει το φίδι και η πληγή κακοφορμεί τόσο πολύ αναδίδοντας φοβερή δυσοσμία και τον αναγκάζει να ουρλιάζει από τους πόνους τρομάζοντας το στράτευμα. Ο Οδυσσέας τότε προτείνει να τον αφήσουν στη Λήμνο. Δέκα χρόνια ο Φιλοκτήτης μένει μόνος του εκεί υποφέροντας από φρικτούς πόνους αλλά και από την ατιμία που υπέστη από τους συντρόφους του. Όμως έχει ο καιρός γυρίσματα που λένε και ενώ ο πόλεμος μαίνεται στην Τροία, οι Έλληνες παίρνουν χρησμό ότι η Τροία θα πέσει μόνο, αν βοηθήσει το ανίκητο τόξο του Ηρακλή. Έτσι ο Οδυσσέας και ο Νεοπτόλεμος φτάνουν στο νησί για να τον φέρουν πίσω.
Ο Οδυσσέας, πανούργος πάντα, εξυφαίνει σχέδιο σύμφωνα με το οποίο ο Νεοπτόλεμος πρέπει να ξεγελάσει τον Φιλοκτήτη με τη δικαιολογία ότι τον οδηγεί πίσω στην πατρίδα του, κατηγορώντας ταυτόχρονα τον Οδυσσέα, τάχα γι’ αυτό που του έκανε, ώστε να τον πείσει και να κατορθώσει με δόλο να του αποσπάσει το τόξο. Στην αντίδραση του Νεοπτόλεμου ο Οδυσσέας τον πείθει ότι πρόκειται για το καλό της πατρίδας και πράγματι ο Νεοπτόλεμος πείθεται και θέτει σε εφαρμογή το σχέδιο.
Ο Νεοπτόλεμος όμως καταλαμβάνεται από κρίση λόγω του δηλητηρίου από το φίδι και πριν βυθιστεί σε λήθαργο, εμιστεύεται το τόξο στον Νεοπτόλεμο. Ο έντιμος γιος του Αχιλλέα, καταλαμβάνεται από τύψεις για τον δόλο του και όταν ξυπνά ο Νεοπτόλεμος αποφασίζει να του αποκαλύψει όλη τη σκευωρία και να του επιστρέψει το τόξο. Ο Οδυσσέας έρχεται εκείνη τη στιγμή και το αρπάζει αποφασισμένος να αφήσει τον Νεοπτόλεμο εκεί και μάλιστα αυτή τη φορά αβοήθητο τελείως. Η σύγκρουση ανάμεσα σε Οδυσσέα και Νεοπτόλεμο είναι μεγάλη, και μέσα στη διαμάχη και στην πάλη το τόξο βρίσκεται και πάλι στα χέρια του Φιλοκτήτη που αρνείται πεισματικά και εύλογα να βοηθήσει, θέλοντας να επιστρέψει μόνο στην Πατρίδα του. Η εμφάνιση του από μηχανής Θεού, εδώ του Ηρακλή, δίνει το αίσιο τέλος καθώς του λέει ότι είναι προσταγή του Δία να πάει στην Τροία και ότι θα γιατρευτεί η πληγή του από τους γιατρούς ιερείς του Ασκληπιού. Και ο Φιλοκτήτης ακολουθεί έτσι τον Νεοπτόλεμο και τον Οδυσσέα.
Η τραγωδία του Σοφοκλή, 1.471 στίχοι, παρουσιάστηκε στα Διονύσια το 409 π.Χ. και κέρδισε το πρώτο βραβείο. Το θέμα της εξακολουθεί να θέτει προβλήματα και διλήμματα σημαντικά και διαχρονικά περί των μεγάλων αξιών: η σύγκρουση ανάμεσα στις αξίες του ανθρωπισμού και τις αξίες του πατριωτισμού. Σύγκρουση μέχρι και σήμερα είναι άλυτη και εγείρει διλήμματα και αντιπαραθέσεις. Μέχρι πού ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; Πόσο ηθικό είναι αυτό; Πρώτα ο άνθρωπος ή η πατρίδα; Η αλήθεια ή το ψέμα έστω και με πρόσχημα της επίτευξης μεγάλων στόχων (εδώ βέβαια το χρησιμοποιούμε για ευτελέστερους στόχους στους μεγάλους θα κολλήσουμε;). Επίκαιρο το θέμα βέβαια σήμερα και η επιλογή του έργου σημαδιακή με την πτώση-ελεύθερη και κατακόρυφη θα έλεγα των αξιών τις τελευταίες δεκαετίες.
Στο έργο τρεις είναι οι πρωταγωνιστές: ο Φιλοκτήτης, ο Νεοπτόλεμος και ο Οδυσσέας. Παράλληλα κινείται ο χορός των ναυτών. Χαρακτήρες διαφορετικοί τελείως μεταξύ τους, με άλλες προτεραιότητες και αξιακό υπόβαθρο. Ο δίκιο του κάθενός αβέβαιο. Μια γέρνεις από εδώ και μια από εκεί. Ο Φιλοκτήτης, παθών από τους πρώην συντρόφους του, ούτε να ακούσει θέλει για συγχώρεση και άφεση αμαρτιών. Ποιος δεν θα τον δικαιολογήσει; Δέκα χρόνια τώρα στη μοναξιά της Λήμνου, υποφέρει από τους πόνους του δηλητηρίου αλλά ο ψυχικός πόνος, αυτός που δεν φαίνεται, είναι πιο έντονος. Το δηλητήριο του φιδιού εμφανές, το δηλητήριο του συντρόφου αφανές μα μόνιμο και αγιάτρευτο. Η ατιμία και τα πισώπλατα χτυπήματα αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια και η συγχώρεση αυτού που τα προκάλεσε δύσκολη και ίσως αδύνατη.
Ο Οδυσσέας, τυπικό δείγμα του Έλληνα; Πολλοί θα επαινέσουν και θα χειροκροτήσουν τα προτερήματά του. Ποια; Να χρησιμοποιεί το μυαλό του ώστε να ξεγελά για το καλό του λαού και το συμφέρον της πατρίδας. Ο άνθρωπος γι’ αυτόν δεν έχει σημασία. Δύο διαφορετικές ιδεολογίες. Ο άνθρωπος συνθλίβεται μπρος στον καλό σκοπό αλλά με δόλια και πλάγια μέσα. Συχνό θέμα βέβαια και σε άλλες τραγωδίες, τα ξεγελέσματα ετούτα μα πάντα τα αποτελέσματα ολέθρια γι’ αυτούς που τα υφίστανται.
«Το κρίσιμο και το σωστό με αναγκάζουν να υπακούω τους κυβερνήτες» (αχ τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει αυτό;)
Ο Νεοπτόλεμος, από την άλλη, παρουσιάζεται, ως ο μέσος άνθρωπος, με τις αμφιβολίες του, με την προσπάθειά του να βρει την άκρη, το σωστό, το δίκιο. Στην αρχή παρασύρεται προς την πλευρά του Οδυσσέα, αλλά η φύση του, φύση ευγενική και με γερό υπόβαθρο, τον οδηγεί στην άλλη πλευρά βάζοντας τον άνθρωπο πρώτα. Η διεργασία δεν είναι εύκολη και το πάλεμα μέσα του βαρύ.
« δεν είν” αισχρό το αδιάντροπο το ψέμα;»
Ποιος αλήθεια είναι αυτός που θα ορίσει ότι το σύνολο είναι πάνω έστω και από έναν άνθρωπο, η πατρίδα είναι πάνω από διαχρονικές αξίες και ηθικούς κανόνες πανανθρώπινους;
Οι διάλογοι ανάμεσα στον Οδυσσέα και τον Νεοπτόλεμο, κείμενο σύγχρονο και τόσο δυνατό και ίσως αναπάντητο ες αεί.
Οδ. : Πούλα μου για την ώρα για λίγο την ψυχή σου (κι άμα τα καταφέρεις), θα κερδίσεις και μεγαλείο και πολλές τιμές απ” όλους.
Νεοπτ. Μα πάλι, δεν είν” αισχρό το αδιάντροπο το ψέμα;
Οδ.: Όχι, αν με το ψέμα μπορείς να φτάσεις στο σκοπό σου.
Νεοπτ.: Και με τι μούτρα να το τολμήσει αυτό κανείς;
Οδ.: Όμως για τέτοιο κέρδος, πρέπει να είσαι αδίστακτος.
Η παράσταση
Παράσταση μοντέρνα, με την καλή έννοια, αφαιρετική, λιτή, αέρινη, μίνιμαλ.
Οι θετικές εντυπώσεις ξεκίνησαν καθώς το οπτικό μας πεδίο συνάντησε το σκηνικό. Από λιτά σκηνικά χορτάσαμε τα τελευταία χρόνια, και μάλιστα με κίνητρο που δεν υπηρετεί τη σκηνοθετική πλευρά αλλά συχνά και άλλους λόγους. Εδώ το λιτό σκηνικό, ο σιδερένιος κύκλος, όριζε και υπογράμμιζε το νησί, ενίσχυε τη μοναξιά και την απομόνωση του Φιλοκτήτη. Ένας κύκλος που όριζε τα όριά του και την αδυναμία να ξεφύγει από τα όρια αυτά. Μόνος μέσα στον κύκλο, μόνος στο νησί. Στη συνέχεια στον κύκλο μεταφέρθηκαν δοκάρια, τάβλες, μεταλλικά σκαμπώ, όλα απόλυτα λειτουργικά (σκηνικά και κοστούμια Kέννυ Μακλέλλαν).
Η είσοδος του Μαρμαρινού στη σκηνή με μπεζ κοστούμι και με μικρόφωνο, εισάγει σε μια παράσταση που με το ξεκίνημα της σε ιντριγκάρει. Και αμέσως μετά μια αέναη κίνηση. Ο χορός, χορός ναυτών, να μεταφέρει τα στοιχεία του σκηνικού: δοκάρια, τάβλες, σκαμνιά που πάνω τους θα ισορροπήσουν οι τάβλες, μεταμόρφώνοντάς τες σε τραμπάλες. Όλα λειτουργικό στοιχείο της παράστασης.
Η σκηνοθεσία έπαιξε κάνοντας πρωταρχικό της στοιχείο το μεγάλο δίλημμα και την αντιπαράθεση Νεοπτολέμου και Οδυσσέα. Τα ρούχα των δύο πρωταγωνιστών, άσπρο και μαύρο, συμβολικά και ειρωνικά επιλεγμένα. Η τραμπάλα, και οι δύο πρωταγωνιστές να προσπαθούν να ισορροπούν σε μία τραμπάλα. Πότε να γέρνει η αλήθεια από εδώ και πότε από εκεί να στρέφει.
Ο Μαρμαρινός, με μελετημένη παλιομοδίτικη, στυλιζαρισμένη εκφορά του λόγου, είναι λιτός στο παίξιμό του. Η σκηνή της κρίσης του, η απόγνωση, η νοσταλγία για την πατρίδα, ο θυμός για το δόλο και την ατιμία που του έστησαν, το δηλητήριο και οι αφόρητοι πόνοι μας διαπερνάνε. Αλλά με μια μελετημένη, συγκρατημένη και ελεγχόμενη ένταση του λόγου που τον κάνει ακόμα πιο εύστοχο και πιο βαρύ. Ο πόνος ο πραγματικός δεν στηρίζεται σε φωνές και υστερικές τσιρίδες για να εκφραστεί. Είναι βαθύς, υπόκωφος και εσωτερικός.
«Αχ, ο θεόπικρος εγώ, ο πολυβασανισμένος, ούτε είδηση δεν πήρε ο κόσμος κι η Ελλάδα πως λιώνω εδώ στην εξορία!»
Ο διάλογοι ανάμεσα σε Χειλάκη και Μαρκουλάκη, διάλογοι που χρειάζονται συνάμα απόλυτο σωματικό έλεγχο και αντοχή, βγαίνουν αβίαστα και με τον τρόπο που νιώθεις ότι κινούνται, αβίαστα μας παρασύρουν και εμάς μαζί με το αέναο της κίνηση της δοκού. Πού είναι το δίκιο και πού το άδικο; Πού είναι η αλήθεια; Κάπου στη μέση όπου ισορροπούν πολλές φορές.
Μετρημενος ο Χειλάκης, λιτός και δωρικός, έκανε έναν Νεοπτόλεμο όπως ταιριάζει στον γιο του Αχιλλέα: ευγενικός, τρυφερός, έντιμος, φιλεύσπλαχνος. Του το αναγνωρίζει ο Οδυσσέας: «Ξέρω καλά, παιδί μου, πως είσαι έτσι πλασμένος από τη φύση σου, που ούτε θες να λες ούτε να κάνεις ατιμίες, αλλά πρέπει να τολμήσεις. Γιατί θα είναι πολύ γλυκό το αντίτιμο της Νίκης». Αχ! ποιο είναι αλήθεια το φίδι το πραγματικό που χύνει δηλητήριο, δηλητήριο που ναρκώνει αισθήσεις και συνειδήσεις; Η εσωτερική του πάλη μεταδίδεται και μας διαποτίζει.
Και ο Οδυσσέας από την άλλη, ο Οδυσσέας του Μαρκουλάκη, ένας Οδυσσέας κατεργάρης, καταφερτζής, παμπόνηρος και ευφυής. Το ελληνικό δαιμόνιο, η αθάνατη ελληνική φυλή να ξεδιπλώνεται μπροστά σου. Εξαιρετικός ο Μαρκουλάκης ανεβάζει τον πήχη κάθε φορά και πιο ψηλά χωρίς να πέφτει. Έχει ένστικτο και αισθητήριο που τον βοηθάνε να κάνει σοφές επιλογές. Εξαιρετικό και το δίδυμό τους με Χειλάκη. Η συνεργασία τούς πάει πολύ. Δείχνουν ότι μπορούν να ανταπεξέλθουν σε ρόλους δύσκολους χωρίς να ξεφεύγουν και χωρίς να καταφεύγουν σε υπερβολές και μανιερισμούς. Ο Μαρκουλάκης
Ο Χορός. Από τους καλύτερους Χορούς. Καλοκουρδισμένος, μου θύμιζε σε ακρίβεια κινήσεως, αιλουροειδές. Συμβολικά αναπαριστούσε συμμετέχοντας, την ένταση και το τραμπάλισμα των συναισθημάτων. Στροβίλιζε αενάως μα πάντοτε ευστόχως τοποθετούμενος.
Η μουσική (Lost Bodies) ήταν ένα από τα πολύ δυνατά ατού της παράστασης. Υπόκωφη και επιβλητική, ενίσχυε και τόνιζε χωρίς να κυριαρχεί.
Η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνου απόλυτα ταιριαστή και επιτυχημένη, ποιητική και ευαίσθητη, κάνοντας ένα κείμενο σκληρό να στρογγυλεύει.
Η σκηνοθεσία (Κώστας Φιλίππογλου) είχε άποψη, σύγχρονη, αφαιρετική οπτική, σε οδηγούσε χωρίς να σε καθοδηγεί, χωρίς να νουθετεί και να προσπαθεί να διδάξει. Απέφευγε να πάρει θέση αφήνοντας στο κοινό να συνεχίσει τη δικιά του τραμπάλα ισορροπίας φεύγοντας .
Η λύση στην παράσταση δόθηκε από τον Ηρακλή. Τα φέιγ βολάν που πέταξε στον αέρα έδωσαν το λυτρωτικό τέλος. Μα η ζωή δεν είναι πάντα παραμύθι και ο από μηχανής Θεός επιζητείται μα σπανίως εμφανίζεται.
Φεύγοντας αναρωτιέμαι ποιος ήρωας τάχα να μου ταιριάζει; Ποιον ήρωα θα ήθελα δίπλα μου; Τον πολυμήχανο Οδυσσέα που πάντα θα έχει άκρες και πάντα θα τη βολεύει και θα βολεύομαι κι εγώ μαζί του ή τον έντιμο και φιλαλήθη Νεοπτόλεμο;
Η ζυγαριά είχε κυλίσει μέσα μου… Μα πάλι «Όχι, αν με το ψέμα μπορείς να φτάσεις στο σκοπό σου;».